χάβω
Смотреть что такое "χάβω" в других словарях:
χάβω — 1 → δες χάφτω 2 έχαψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χάβω — Ν βλ. χάφτω … Dictionary of Greek
χάβω — βλ. χάφτω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρεγκάπτω — Α χάβω, καταβροχθίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκάπτω «καταβροχθίζω, καταπίνω λαίμαργα»] … Dictionary of Greek
περιχάσκω — Α 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, έχω το στόμα μου ορθάνοιχτο 2. χάβω, ανοίγω πολύ το στόμα μου και το κλείνω απότομα 3. μένω με το στόμα ανοιχτό, εκφράζω απορία και έκπληξη για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χάσκω «ανοίγω το στόμα»] … Dictionary of Greek
χάφτω — και χάβω Ν 1. τρώω με λαιμαργία 2. μτφ. α) είμαι ευκολόπιστος, πείθομαι εύκολα β) σφετερίζομαι με απληστία 3. φρ. α) «χάφτω μύγες» i) είμαι τεμπέλης είμαι χασομέρης ii) είμαι ανόητος, είμαι βλάκας 4. παροιμ. «όποιος πάει να χάψει βόιδι, χάφτει… … Dictionary of Greek
χάφτω — χάφτω, έχαψα βλ. πίν. 15 και πρβλ. χάβω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χάφτω — και χάβω έχαψα 1. αρπάζω με το στόμα και καταπίνω, τρώγω λαίμαργα: Σ ένα λεπτό έχαψε το φαΐ του. 2. πιστεύω αβασάνιστα: Μη χάφτεις ό,τι σου λένε. 3. φρ., «Xάφτει μύγες», χάνει τον καιρό του, είναι χασομέρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)